- συγχρωτίζεται
- συγχρωτίζομαιto be inpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασυγχρώτιστος — η, ο [συγχρωτίζομαι] αυτός που δεν συγχρωτίζεται με άλλον ή άλλους, ο ακοινώνητος … Dictionary of Greek
σύγχρους — ουν και οος, οον, Α 1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο 2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χρους / χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά χρους] … Dictionary of Greek
συγχρωτίζομαι — συγχρωτίστηκα, συγχρωτισμένος, έρχομαι σε στενή επικοινωνία, επαφή με κάποιον: Δε συγχρωτίζεται με ανθρώπους των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)